ἐφημερευτής

ἐφημερευτής
ἐφημερευτής
took their turn of serving
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εφημερευτής — ἐφημερευτής, ὁ (Α) [εφημερεύω] 1. αυτός που φυλάγει, που επιβλέπει καθ όλη την ημέρα 2. πληθ. οἱ ἐφημερευταί τίτλος ιερέων οι οποίοι διακονούν κατά σειρά σε εβραϊκή γιορτή («ὑποσημαίνοντός τινος τῶν ἐφημερευτῶν προσεύχονται τῷ θεῷ», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐφημερευταί — ἐφημερευτής took their turn of serving masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφημερευτῶν — ἐφημερευτής took their turn of serving masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφημερευτήριον — ἐφημερευτήριον, τὸ (Α) [εφημερευτής] πάπ. κρατητήριο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”